ἀνήκουστον

ἀνήκουστον
ἀνήκουστος
not to be heard
masc/fem acc sg
ἀνήκουστος
not to be heard
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανήκουστος — η, ο (AM ἀνήκουστος, ον) πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί 2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον παρακοή, απείθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”